- άστιο
- Ανώτερη βαθμίδα του πλειοκαίνου της τριτογενούς περιόδου. Χαρακτηρίζεται από αποθέσεις αβαθών θαλασσών, κυρίως κίτρινες άμμους με παρεμβολές χαλικοκροκαλοπαγών, μαργαϊκούς ασβεστόλιθους και μάργες. Στην παράκτια αυτή φάση υπήρχε μια πλούσια πανίδα από γαστερόποδα, ελασματοβράγχια, βραχιονόποδα κλπ. Επειδή οι συνθήκες απολίθωσης ήταν ευνοϊκές, διατηρήθηκαν πολλά είδη και άτομα. Στην Ελλάδα, χαρακτηριστικές είναι οι τράπεζες οστράκων της Ραφήνας. Η φάση του α. απαντάται επίσης στην Πειραϊκή χερσόνησο, στην Εύβοια, στα Κύθηρα και στην Πελοπόννησο.
Dictionary of Greek. 2013.